Λογοτεχνία και Γαστρονομία
Γαστριμαργικές απολαύσεις και μαγειρέματα στην παγκόσμια λογοτεχνία
Η σχέση της λογοτεχνίας με τη γαστρονομία είναι διαχρονική, αφού η πρώτη φιλοξενούσε ανέκαθεν στις σελίδες της γευστικά στοιχεία, τα οποία είτε υπηρετούσαν την αφήγηση, είτε συνέβαλαν στην εξέλιξη της ιστορίας. Τα βιβλία περιέχουν ουκ ολίγες αναφορές στο φαγητό και σε ανθρώπινες ανησυχίες που σχετίζονται με την απόλαυση της τροφής, την αγωνία για την εξασφάλισή της, ή τον πόνο εξαιτίας της έλλειψής της. Με δεδομένο, μάλιστα, ότι το φαγητό αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής του ανθρώπου, τα λογοτεχνικά κείμενα εμπεριέχουν πληροφορίες για τον πολιτισμό και την ιστορία ολόκληρων λαών.
Ας πάρουμε, όμως, τα πράγματα από την αρχή. Θα ξεκινήσουμε με τη διαπίστωση ότι λογοτεχνία και γαστρονομία αποτελούν αμφότερες τροφή. Διότι όταν μιλάμε για φαγητό, έχουμε να κάνουμε με τροφή για το σώμα, ενώ η λογοτεχνία αποτελεί τροφή για το πνεύμα. Κι επειδή ο προορισμός των δύο είναι τόσο διαφορετικός, γεννάται εύλογα το ερώτημα του πώς μπορεί η μία να αποτελεί επιρροή και πηγή έμπνευσης για την άλλη. Μήπως η μαγειρική και η υψηλή κουζίνα είναι κατά κάποιον τρόπο τέχνες; Αν και μοιάζει ίσως παρακινδυνευμένο, θα μπορούσε κάποιος να το υποστηρίξει, αφού τόσο η λογοτεχνία, όσο και η γαστρονομία εμπεριέχουν στοιχεία όπως είναι οι ιδέες, η φαντασία και η δημιουργική επεξεργασία.
Ωστόσο, η εμπλοκή της γεύσης στη λογοτεχνία και την τέχνη γενικότερα έχει να κάνει με το γεγονός ότι το φαγητό αποτελεί μια διεργασία που λαμβάνει χώρα από το ξεκίνημα της ανθρώπινης ζωής, με αποτέλεσμα να συνδέεται με τις μνήμες μας, ακόμα κι όταν μιλάμε για τα μακρινά παιδικά χρόνια μας. Τα γεύματα είναι «μαγνήτες» που συγκεντρώνουν τους ανθρώπους γύρω από το τραπέζι και με δεδομένο ότι αποτελούν κοινωνικές δραστηριότητες, συνοδεύονται από ανταλλαγή απόψεων και συναισθημάτων, προσφέροντας δημιουργικά λογοτεχνικά ερεθίσματα στους συγγραφείς.
Κοινωνική δραστηριότητα είναι όμως τα γεύματα και για τους χαρακτήρες των λογοτεχνικών έργων, οι οποίοι έρχονται κοντά μεταξύ τους, κουβεντιάζουν και αλληλοεπιδρούν. Τέτοιες περιστάσεις αξιοποιούνται συχνά από τους συγγραφείς για να παρουσιαστούν διάφορα χαρακτηριστικά ή και η συναισθηματική κατάσταση των ηρώων, όπως, για παράδειγμα, η νευρικότητά τους. Για τους λογοτέχνες, η τροφή και η κατανάλωσή της λειτουργούν ως ισχυροί και πολύπλευροι συμβολισμοί. Το φαγητό δεν είναι απαραίτητα κάτι που απλώς καταναλώνεται λόγω βιολογικής ανάγκης, αλλά συχνά αποτελεί μέσο για να αναδειχθεί κάτι άλλο, αντανακλώντας πλούτο ή φτώχεια, πολιτισμικές διαφορές, το αίσθημα του ανήκειν, το στάτους και την ταυτότητα, το φύλο, κλπ. Όταν οι συγγραφείς αναφέρονται στο φαγητό, τις περισσότερες φορές θέλουν να πουν κάτι σημαντικό που σχετίζεται με την αφήγηση, την πλοκή ή κάτι παρόμοιο.
Συγγραφείς σαν τον Προυστ, λοιπόν, δεν ενδιαφέρονται για την απόλαυση του φαγητού, αλλά το χρησιμοποιούν για να δημιουργήσουν ατμόσφαιρα, να χρωματίσουν με μια νότα ρεαλισμού τη διήγησή τους και ακόμα περισσότερο προκειμένου να δώσουν στους αναγνώστες πληροφορίες για το ποιοι είναι οι ήρωες της ιστορίας τους. Επί παραδείγματι, το γεγονός ότι οι ήρωες του Σάλιντζερ μπορεί να τρώνε σαλιγκάρια και σάντουιτς με ελβετικά τυριά έχει σημασία επειδή είναι στοιχείο που συντελεί στη σύνθεση των προφίλ τους.
Δεν είναι όμως πάντα η παρουσία της τροφής που εμπνέει, αλλά και το αντίθετο. Η απουσία της και η πείνα είναι κάτι σύνηθες στα λογοτεχνικά βιβλία, όπως στο περίφημο μυθιστόρημα «Οι Άθλιοι» του Βίκτωρος Ουγκώ, όπου ο πάμφτωχος Γιάννης Αγιάννης καταλήγει στη φυλακή επειδή έκλεψε ένα καρβέλι ψωμί για να φάει, ή επίσης σε μυθιστορήματα του Ντίκενς και του Ζολά, στα οποία απεικονίζονται με γλαφυρό τρόπο η πείνα και η έλλειψη τροφής. Εξάλλου, το φαγητό χρησιμοποιείται συχνά ως μέσο κοινωνικής κριτικής, για να αναδείξει τη φτώχεια των κατώτερων στρωμάτων ή τις συνήθειες, τα ταμπού και τις παραξενιές των ανώτερων τάξεων. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Τσέχωφ το χρησιμοποιεί στα μυθιστορήματά του για να τονίσει τη σκληρότητα της αριστοκρατίας.
Τρόποι απεικόνισης του φαγητού στα βιβλία
Οι χαρακτήρες των μυθιστορημάτων σπάνια χρειάζονται τροφή για να επιβιώσουν, παρατήρησε ο Άγγλος μυθιστοριογράφος Έντουαρντ Μόργκαν Φόρστερ. Πάντα πεινούν αλλά δεν φτάνει η ώρα να γευματίσουν, λέει. Και έχει εν μέρει δίκιο, αφού μερικοί συγγραφείς δεν παρουσιάζουν ποτέ τους χαρακτήρες τους να τρώνε, είτε σε ιδιωτικό, είτε σε δημόσιο χώρο. Ωστόσο, υπάρχουν διάφοροι τύποι ως προς την παρουσίαση του φαγητού. Κάποιοι λογοτέχνες το χρησιμοποιούν ως δευτερεύον στοιχείο που απλώς υπηρετεί την ιστορία και άλλοι του δίνουν ελαφρώς σημαντικότερη θέση ή και καθοριστική σημασία.
Ακόμα κι όταν όμως γίνονται αναφορές σε γεύματα, συχνά οι ήρωες αδιαφορούν για τα φαγητά που τους σερβίρονται ή δεν μπαίνουν καν στον κόπο να τα δοκιμάσουν. Είναι ουκ ολίγοι οι συγγραφείς που δεν αναφέρουν καν τι τρώνε οι ήρωες, διαπιστώνει από την πλευρά του ο Γάλλος θεωρητικός και κριτικός της λογοτεχνίας Ρολάν Μπαρτ. Τέτοιες περιπτώσεις αποτελούν ο Σταντάλ, ο Λακλό και η Τζέιν Όστιν. Είναι πραγματικά απίθανο να διαβάσει κανείς ότι τρώει οποιοσδήποτε σε μυθιστόρημα της Αγγλίδας συγγραφέως. Μπορεί τα πρωινά και βραδινά γεύματα να είναι άφθονα στις ιστορίες της, να έχουν τη σημασία τους, αλλά δεν περιγράφει ποτέ ότι η Τζέιν, η Έμμα ή άλλος χαρακτήρας τρώνε κάτι συγκεκριμένο, ενώ και γενικά οι αναφορές της σε φαγητά είναι σχετικά σπάνιες.
Στον αντίποδα, οι Ζολά, Προυστ, Χένρι Τζέιμς, Σάλιντζερ, Φλωμπέρ, Ραμπελαί και Δουμάς, εντάσσονται στην κατηγορία εκείνων που παρέχουν στους αναγνώστες τους σχετική πληροφόρηση περί των εδεσμάτων που βρίσκονται στο τραπέζι. Οι τρεις τελευταίοι αρέσκονται να εμφανίζουν συνεχώς τους ήρωες των ιστοριών τους κατά τη διάρκεια του μεσημεριανού γεύματος, του δείπνου, του πρωινού ή του επιδορπίου. Τα ίδια περίπου ισχύουν και για τον Θερβάντες, που παρουσιάζει τον Σάντσο Πάντσα να τρώει ξανά και ξανά κάθε λίγα κεφάλαια, ενώ και ο Χέμινγουεϊ προσφέρει πλούσιες περιγραφές των γευμάτων. Μάλιστα, σε περιπτώσεις όπως του Τζέιμς Τζόις, παρακολουθούμε τους χαρακτήρες να καταναλώνουν πολύ συγκεκριμένα εδέσματα, όπως χοιρινά φιλέτα, περιστέρια, καρύδια, κ.ά. Στην ίδια κατηγορία εντάσσεται επίσης και ο Ίαν Φλέμινγκ, συγγραφέας των μυθιστορημάτων του θρυλικού Τζέιμς Μποντ, ο οποίος πραγματοποιεί εκτενείς περιγραφές για όσα τρώνε ή όσα πρόκειται να φάνε οι χαρακτήρες των ιστοριών του, και πολλοί ακόμα. Ωστόσο, υπάρχει και μια άλλη κατηγορία με λογοτέχνες που όχι μόνο παρουσιάζουν με λεπτομέρειες τα γεύματα των ηρώων, αλλά και ολόκληρη τη διαδικασία παρασκευής τους, αναφέροντας εξαντλητικές λεπτομέρειες. Κάποιες φορές, μάλιστα, μπορεί να αναγράφονται ακόμα και ολόκληρες οι συνταγές στα βιβλία τους, πράγμα που έκανε ο Κερτ Βόνεγκατ.
Έχει παρατηρηθεί ότι αρκετά από τα κορυφαία μυθιστορήματα περιλαμβάνουν κάποιο γεύμα από την αρχή κιόλας του πρώτου κεφαλαίου ή του δευτέρου. Κάτι τέτοιο συμβαίνει στο βιβλίο «Μαντάμ Μποβαρύ» του Φλωμπέρ, καθώς διαβάζουμε μόλις στη δέκατη σελίδα για γεύμα με ψητό μοσχάρι και στη σελίδα είκοσι τέσσερα για παγωμένη κρέμα και αχλάδια. Πρόκειται βέβαια για μια πρόγευση πριν το μεγαλειώδες γαμήλιο γλέντι, όπου σερβίρονται ψητά χοιρινά, βρασμένα μοσχαρίσια εδέσματα και ρυζόγαλο «που τρέμει με το παραμικρό κούνημα του τραπεζιού», όπως με γλαφυρότητα περιγράφεται στο βιβλίο.
Η λογοτεχνία ως ιστορική πηγή
Από πλευράς ιστορικού ενδιαφέροντος, έχει σημασία να σταθούμε στο γεγονός ότι μπορούν να αντληθούν στοιχεία μέσα από τα λογοτεχνικά έργα για έναν τόπο σχετικά με διάφορα ζητήματα που συνδέονται με την τροφή, όπως τη θρησκεία, τη φτώχεια, τον υποσιτισμό και τον αγώνα της επιβίωσης. Στη μεσαιωνική λογοτεχνία συναντάμε διάφορα θέματα, όπως είναι η λαιμαργία, η πείνα, το κυνήγι, η γιορτή, αλλά και ο κανιβαλισμός. Εδώ βέβαια, λόγω εποχής, έχουμε να κάνουμε σαφώς και με θρησκευτικά διαπνεόμενες αναφορές των κειμένων σε σημαντικό βαθμό, οπότε η Βίβλος αποτελεί πολύτιμο βοηθό για τη μελέτη των εν λόγω φαινομένων.
Οι ιστορικοί συχνά χρησιμοποιούν ως πηγές τους τη λογοτεχνία, προκειμένου να βρουν στοιχεία για τις διατροφικές συνήθειες των ανθρώπων της εκάστοτε εποχής που μελετούν. Τέτοιες πληροφορίες δίνει ο Όμηρος, για παράδειγμα, αφού μέσα από την «Οδύσσεια» μαθαίνουμε, μεταξύ άλλων, για την κατανάλωση τυριού και κριθαριού από τους Έλληνες. Ομοίως, πολύτιμα δεδομένα αλιεύουν οι ιστορικοί και από την «Ιλιάδα». Επίσης, το γνωστό επικό ποίημα της Βαβυλωνίας με τίτλο «Έπος του Γκιλγκαμές», που χρονολογείται περί τον 3ο αιώνα π.Χ., μας πληροφορεί ότι οι κάτοικοι της Μεσοποταμίας αρέσκονται να καταναλώνουν ψωμί και μπύρα, ενώ ο ποιητής Οράτιος μάς ενημερώνει για την παρουσία πέρδικας, αγριογούρουνου και σμέρνας στο τραπέζι των Ρωμαίων.
Τα ποιητικά κείμενα προσφέρουν ουκ ολίγες πληροφορίες όχι μόνο για τη διατροφή των πολιτισμών, αλλά και για την κουλτούρα τους εν γένει. Αξίζει να αναφερθεί ότι σε διάφορους πολιτισμούς παρατηρείται το φαινόμενο να δίνεται ζωή στις τροφές και συγκεκριμένα να εξανθρωπίζονται μέσω της ποίησης. Ως εκ τούτου, διαβάζοντας τέτοια ποιήματα πληροφορούμαστε για την ιερότητα κάποιων τροφίμων και τη θέση που τους έδιναν οι λαοί στις τελετουργίες, στους μύθους και στις θυσίες.
Αλλά ακόμα και σε πιο πρόσφατα έργα, όπως είναι τα μυθιστορήματα του Ζολά, η γαστρονομία μάς προσφέρει μια πολύ αντιπροσωπευτική εικόνα της εκάστοτε εποχής. Έτσι, μέσω των γευμάτων στα φημισμένα βιβλία του «Νανά» και «Ζερμινάλ», ο Γάλλος συγγραφέας απεικονίζει με εξαιρετικό τρόπο διάφορες εκφάνσεις του Παρισιού, από τα κορυφαία σε επισκεψιμότητα εστιατόρια μέχρι τα εξοχικά ταβερνάκια των προαστίων, ενώ γενικά στο έργο του εντοπίζουμε αμέτρητες αναφορές σχετικά με τις προτιμήσεις ολόκληρης της γαλλικής κοινωνίας.
Κανιβαλισμός, νευρική ανορεξία και ιδιορρυθμίες συγγραφέων
Ένας τομέας που συναρπάζει τους λογοτέχνες είναι ο κανιβαλισμός, αφού έχουν ασχοληθεί με τον εν λόγω θεματικό άξονα ουκ ολίγοι από αυτούς. Στην αρκετά μεγάλη λίστα περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, οι Όμηρος, Ευριπίδης, Πίνδαρος, Σουίφτ, Φίλντινγκ, Κόνραντ, Κλάιστ, Κάφκα και Σέντακ. Το γεγονός ότι η κατανάλωση ανθρώπων είναι τόσο λάθος, τόσο νοσηρή και αδιανόητη, κεντρίζει σαφέστατα το ενδιαφέρον των αναγνωστών και κινητροδοτεί ποιητές και μυθιστοριογράφους, ειδικά όταν αναφερόμαστε στο ολοένα πιο μακρινό και συντηρητικότερο παρελθόν.
Ένας άλλος θεματικός άξονας -αρκετά πιο πρόσφατος χρονολογικά από την ανθρωποφαγία- που ελκύει τους λογοτέχνες και έχει ενταχθεί στις ιστορίες τους με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, είναι η νευρική ανορεξία. Θα τη συναντήσουμε στα έργα «Κούμπλα Χαν» του Κόλεριτζ, «Γκόμπλιν Μάρκετ» της Ροσέτι, «Όλιβερ Τουίστ» του Ντίκενς, κλπ. Αξίζει να αναφερθεί ότι υπήρξαν συγγραφείς που ταλαιπωρούνταν και οι ίδιοι από αυτή την πάθηση, με πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα τη Βιρτζίνια Γουλφ. Η Βρετανίδα μυθιστοριογράφος αντιμετώπιζε σοβαρό πρόβλημα νευρικής ανορεξίας, σε σημείο που έπρεπε να πεισθεί για να φάει. Μάλιστα, υπήρξαν περίοδοι της ζωής της που είχε νοσηλευθεί επειδή δεν μπορούσε να καταναλώσει καθόλου τροφή.
Είναι, πάντως, οξύμωρο το γεγονός ότι -παρά το πρόβλημα που την ταλαιπωρούσε- λίγοι είναι οι συγγραφείς του 20ού αιώνα οι οποίοι περιγράφουν τόσα πολλά δείπνα στα μυθιστορήματά τους όπως εκείνη. Ειδικά στα δύο πιο δημοφιλή βιβλία της, «Η Κυρία Νταλογουέι» και «Στο Φάρο», τα γεύματα βρίσκονται στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος, ακριβώς δηλαδή εκεί όπου εκτυλίσσεται η ιστορία. Να σημειωθεί ότι πρόβλημα νευρικής ανορεξίας αντιμετώπιζε και ο Προυστ, ο οποίος δεν μπορούσε να φάει και να πιει μέχρι το τέλος της ζωής του, αλλά και ο Γκόγκολ, που αυτοτιμωρούταν λιμοκτονώντας.
Κι αν η Βιρτζίνια Γουλφ ή ο Προυστ δυσκολεύονταν να φάνε, ο Γιόζεφ Χέλερ πάλι κατανάλωνε δύο γεύματα το βράδυ, ενώ δήλωνε πως πεινάει ακόμα περισσότερο μετά από ένα μεγάλο γεύμα. Άλλοι συγγραφείς μπορεί να μη διέθεταν ιδιοτροπίες σχετικές με την ποσότητα του φαγητού, αλλά είχαν διαφορετικού τύπου παραξενιές. Τέτοια περίπτωση αποτελεί ο Κάφκα, που είχε τη διαστροφική συνήθεια να τρώει πάντα μόνος του, αφού δεν του άρεσε να υπάρχει η παρουσία κανενός άλλου κατά τη διάρκεια των γευμάτων. Από την πλευρά του, ο Μπαλζάκ θεωρούσε ότι το διατροφικό περιβάλλον επηρέαζε σημαντικά το άτομο, οπότε είχε αναπτύξει εκπληκτικές ικανότητες σε γεύση και όσφρηση, ενώ ο Σίλερ δεν μπορούσε να εμπνευστεί ούτε μια γραμμή κειμένου αν δεν αναδυόταν η μυρωδιά του σάπιου μήλου από το συρτάρι του γραφείου του. Τέλος, πάλι ο Προυστ, είχε την ιδιαιτέρως περίεργη συνήθεια να αλλάζει θέσεις κατά τη διάρκεια του δείπνου και σε κάθε πιάτο να κάθεται δίπλα σε διαφορετικό πρόσωπο, ώστε να ασχολείται προσωπικά με τον κάθε καλεσμένο. Είναι σαφές ότι ο τρόπος ζωής, οι συνήθειες, τα προβλήματα υγείας και οι ιδιορρυθμίες των λογοτεχνών παρουσιάζουν μεγάλο ενδιαφέρον διότι, αναπόφευκτα, επηρεάζουν τον τρόπο σκέψης τους και κατ’ επέκταση τη γραφή τους.
Τα πολυάριθμα γεύματα της ομηρικής Οδύσσειας
Το ομηρικό έπος «Οδύσσεια» αποτέλεσε πρότυπο για όλους τους μετέπειτα συγγραφείς. Ως γνωστόν, πρόκειται για έργο που εν αντιθέσει με παρελθόντα βιβλία, όπως η Καινή και η Παλαιά Διαθήκη, είχε ψυχαγωγικό και όχι διδακτικό σκοπό. Αυτό όμως που μας ενδιαφέρει εδώ είναι ότι το φαγητό παρουσιάζεται στην «Οδύσσεια» πολύ συχνά και μάλιστα από νωρίς στην αρχή. Έτσι, καθώς η θεά Αθηνά φτάνει με ανθρώπινη μορφή στην Ιθάκη, στο σπίτι του Οδυσσέα, ο γιος του Τηλέμαχος την καλεί σε γεύμα και της προσφέρει φαγητό με κρέας, ψωμί και κρασί πριν μιλήσουν. Πρόκειται για μια εισαγωγή στο έπος αλλά και ένα είδος προσφοράς στη θεά και τους αναγνώστες, προτού ξεκινήσει η δράση. Ωστόσο, αυτή δεν είναι η μόνη σκηνή φαγητού που παρουσιάζεται, αφού το έργο περιλαμβάνει σαράντα δύο γεύματα στις είκοσι τέσσερις ραψωδίες του, πράγμα που σημαίνει ότι μιλάμε για περίπου δύο γεύματα σε καθεμιά από αυτές.
Σχεδόν όλες οι αφηγήσεις των περιπετειών του Οδυσσέα γίνονται γύρω από το τραπέζι, το οποίο μετατρέπεται έτσι σε κεντρικό σκηνικό που πλαισιώνει την ιστορία. Οι τροφές των εδεσμάτων που περιλαμβάνονται είναι, μεταξύ άλλων, κριθάρι, βρόμη, ζεστά ψωμιά, κρασί με μέλι, βόειο, πρόβειο και χοιρινό κρέας, αγριογούρουνο, πρόβειο και κατσικίσιο τυρί, μήλα, σύκα και σταφύλια. Σε σύνδεση με όσα προαναφέρθηκαν περί ανθρωποφαγίας, αξίζει να αναφέρουμε ότι στο έργο γευματίζει μέχρι και ο Κύκλωπας Πολύφημος, ο οποίος έτρωγε τους… συντρόφους του Οδυσσέα και έπινε κρασί και γάλα. Οι Λαιστρυγόνες έτρωγαν κι αυτοί ανθρώπους, ενώ οι θεοί αμβροσία. Στο έπος δεν υπάρχουν μόνο περιγραφές των τροφών, αλλά επίσης λεπτομέρειες της προετοιμασίας τους και του ψησίματός τους.
Η γαστρονομία στην παιδική λογοτεχνία
Η γαστρονομία δεν θα μπορούσε φυσικά να λείπει από την παιδική λογοτεχνία, αφού κάνει πολύ συχνά την εμφάνισή της είτε ως κύριο θέμα και υπόθεμα, είτε ως κινητήρια αφηγηματική δύναμη. Λαμβάνει έτσι ποικίλες νοηματοδοτήσεις και συμβολισμούς, ενώ εξυπηρετεί διάφορες λειτουργίες ανάλογα με τις επιδιώξεις του συγγραφέα, που συχνά κρύβουν παιδαγωγικές σκοπιμότητες. Κατά συνέπεια, η τροφή χρησιμοποιείται, μεταξύ άλλων, και ως μοχλός διαμόρφωσης των παιδικών διατροφικών συνηθειών. Επίσης, σε κάποια βιβλία συνιστά μέσο κοινωνικοποίησης και επαφής με τον κοινωνικό περίγυρο, ενώ σε άλλα αντανακλά την ασφάλεια του σπιτιού και συναισθήματα ψυχικής γαλήνης.
Πολλές φορές στα παιδικά βιβλία το φαγητό συνδέεται με τη μαγεία και τις διάφορες μεταμορφώσεις των χαρακτήρων, λαμβάνοντας έτσι καίριο ρόλο στην ιστορία. Το υπερφυσικό στοιχείο και τα διάφορα τελετουργικά γύρω από την τροφή προέρχονται από κύριες πλευρές της ανθρώπινης συμπεριφοράς, που σχετίζονται με τις πεποιθήσεις των αρχαίων για τον θάνατο, τη ζωή, την αναγέννηση, τη σεξουαλικότητα, τη γονιμότητα και την αναπαραγωγή.
Ανάλογα με τον συγγραφέα, το φαγητό έχει χρησιμοποιηθεί ώστε να εκφραστεί η νοσταλγική διάθεση για τη χαμένη παιδική ουτοπία και την τάση για εξουσία απέναντι στους άλλους, αλλά και ως ένδειξη άνεσης ή δοκιμασιών και κινδύνων. Σε κάθε περίπτωση, για όλους τους λογοτέχνες το φαγητό και η βρώση θεωρούνται ως τα πιο σημαντικά μέσα που μπορούν να εκφράσουν επιθυμία στα παιδικά βιβλία.
Στην Αμερική του 19ου αιώνα και των αρχών του 20ού, οι μαγειρικές δεξιότητες θεωρούνταν σημαντικό κομμάτι της εκπαίδευσης των παιδιών κι έτσι είναι συχνές οι εικόνες παιδικής μαγειρικής στη λογοτεχνία της εποχής. Αυτό μπορούμε να το διαπιστώσουμε ξεκάθαρα και από τη δημοφιλή σειρά μυθιστορημάτων με τίτλο «Μικρό Σπίτι στο Λιβάδι» της Λάουρα Ίνγκαλς Ουάιλντερ, όπου σε κάθε βιβλίο παρουσιάζονται εκτενείς περιγραφές για το μαγείρεμα, το ψήσιμο, την παρασκευή τυριού, ψωμιού, κλπ. Τις εν λόγω μαγειρικές δραστηριότητες τα παιδιά μαθαίνουν παρακολουθώντας τους μεγαλύτερους, ενώ παράλληλα συμμετέχουν κιόλας στις πιο απλές δραστηριότητες. Δεδομένου ότι ένα κορίτσι ηλικίας 11 ετών θα πρέπει ήδη να έχει τη δυνατότητα να φτιάξει κέικ, οι διηγήσεις σκηνών αποτυχίας αποτελούν στοιχείο κωμωδίας και είναι από τις πιο διασκεδαστικές των συγκεκριμένων βιβλίων.
Από την άλλη πλευρά, ο Όσκαρ Ουάιλντ είναι από τους συγγραφείς που χρησιμοποιούν το φαγητό για να καταδείξουν τις ανισότητες του καπιταλισμού και το γεγονός ότι οι κοινωνίες είναι δομημένες με τρόπο που οι καπιταλιστές μπορούν να συσσωρεύουν ολοένα και περισσότερο πλούτο, ζώντας πλουσιοπάροχα εις βάρος του απλού λαού που καταναλώνει λιγοστό φαγητό κάκιστης ποιότητας. Με τον τρόπο αυτό, στρέφεται εναντίον της κυρίαρχης λογικής που θέλει την ατομική ιδιοκτησία να αντικατοπτρίζει την αξία του ατόμου και αντιτάσσει τον σοσιαλισμό ως λύση για την κατάργηση της ατομικής ιδιοκτησίας και την εξάλειψη του εγκλήματος.
Προκειμένου ο συγγραφέας να ασκήσει κριτική στην καπιταλιστική αγορά και στην άδικη και εκμεταλλευτική κοινωνική πραγματικότητα, στα παιδικά βιβλία του με τίτλο «Ο Ευτυχισμένος Πρίγκιπας» και «Το Σπίτι με τις Ροδιές», αντιπαραβάλλει τα πλούσια φαγητά των ανώτερων τάξεων με τον πεινασμένο λαϊκό άνθρωπο. Επιδεικνύει έτσι με τον πιο γλαφυρό τρόπο την πολυτέλεια απέναντι στην πείνα και ασκεί δριμεία κριτική στις κυβερνήσεις laissez-faire της βικτωριανής εποχής που αδιαφορούν για τις ανάγκες του λαού. Να σημειωθεί ότι δίνει ιδιαίτερη έμφαση στο ρόδι, το οποίο υποδηλώνει κοινωνική υπεροχή, πρόσβαση στις εξωτικές αγορές και συμμετοχή στις τάξεις της εξουσίας, και το χρησιμοποιεί ως προειδοποίηση εναντίον της εκμετάλλευσης του πεινασμένου προλεταριάτου. Παρόμοια είναι η φιλοσοφία του και στην ιστορία «Ο Αφοσιωμένος Φίλος», καθώς αξιοποιεί το φαγητό για να καταδείξει τις αδικίες της πολιτικής των συγχρόνων του, που εκμεταλλεύονταν την εργασία των φτωχών για να κερδίσουν ολοένα και περισσότερα, παρέχοντάς τους μηδαμινά ανταλλάγματα, ώστε να τους διατηρούν σε ένδεια.
Μεγαλειώδη γεύματα σε φημισμένα λογοτεχνικά έργα
Ένα από τα πιο γνωστά και χαρακτηριστικότερα παραδείγματα πρώιμης γαστρονομικής λογοτεχνίας είναι το «Μεγάλο Λεξικό της Κουζίνας» του Αλέξανδρου Δουμά, που αποτελεί έναν πολυσέλιδο οδηγό μαγειρικής (για επαγγελματίες, όπως φιλοδοξούσε ο ίδιος), ο οποίος περιλαμβάνει εκατοντάδες συνταγές, μια συλλογή μικρών αλλά απολαυστικών ιστοριών και πλήθος μαγειρικών πληροφοριών και ανεκδότων. Αυτό που έχει τη μεγαλύτερη σημασία όμως είναι ότι πρόκειται για βιβλίο το οποίο από το 1873 που εκδόθηκε μέχρι σήμερα έχει επηρεάσει σημαντικά τη λογοτεχνία αυτού του είδους και αποτελεί ιστορικό ντοκουμέντο που δίνει πολλά στοιχεία για τη μαγειρική της εποχής στη Γαλλία.
Τα κείμενα των ιστοριών βασίζονται συχνά στον διάλογο, είναι γραμμένα σε απλοϊκή, μη εξεζητημένη γλώσσα και σε αυτά απαριθμούνται ουκ ολίγα εδέσματα (φιλέτα, ψάρια, στρείδια, ζωμοί, πτηνά, φρούτα, λαχανικά, κ.ά.), δεδομένου ότι αφήγηση αφιερώνεται αποκλειστικά στο φαγητό και την εμπειρία της κατανάλωσής του. Ο Δουμάς αναφέρεται στο παρόν και είναι πολύ συγκεκριμένος για το τι τρώνε και πίνουν οι χαρακτήρες, οι οποίοι υιοθετούν το προφίλ του καλοφαγά που ξέρει άριστα τι τρώει και τι πίνει. Δεν έχουμε να κάνουμε με οποιαδήποτε μορφής συμβολικά ή μεταφορικά στοιχεία, αλλά τα διηγήματα πλαισιώνουν το υπόλοιπο περιεχόμενο του λεξικού με καθαρά ψυχαγωγικούς-εγκυκλοπαιδικούς σκοπούς και δίνοντας έμφαση στην απόλαυση που προσφέρει η βρώση του καλού φαγητού, την ποικιλία και την υπερβολική κατανάλωση, όπως συμβαίνει, λόγου χάρη, στην παρακάτω ιστορία που ο πρωταγωνιστής, για τις ανάγκες ενός στοιχήματος, καλείται να φάει μόνος του ένα γεύμα αξίας πεντακοσίων φράγκων.
«Του έφεραν δώδεκα ντουζίνες στρείδια της Οστάνδης, μαζί με μισό μπουκάλι κρασί του Γιοχάνεσμπουργκ.
Ο υποκόμης είχε όρεξη: ζήτησε άλλες δώδεκα ντουζίνες στρείδια της Οστάνδης κι άλλο ένα μπουκάλι της ίδια εσοδείας.
Κατόπιν ακολούθησε μια σούπα με χελιδονοφωλιές, την οποία ο υποκόμης άδειασε σ’ ένα μπολ και ήπιε σαν ζωμό.
- Μα την πίστη μου, κύριοι, είπε, αισθάνομαι ότι ετοιμάζομαι και επιθυμώ να ζήσω μια φανταστική εμπειρία.
[…] Οι κριτές κοιτάζονταν μεταξύ τους. Ο σερβιτόρος έφερε το φιλέτο με τα μήλα, το οποίο ο υποκόμης καταβρόχθισε μέχρι την τελευταία μπουκιά.- Για να δούμε! Το ψάρι τώρα!
Έφεραν το ψάρι.
[…] Κύριοι, είπε ο υποκόμης, η παραγγελία μου είναι αρκετά απλή: και τώρα, σπαράγγια, αρακάς, ένας ανανάς και φράουλες. Για κρασί: μισό μπουκάλι κρασί της Κωνσταντίας και μισό μπουκάλι «Ξερές» από την Ινδία. Έπειτα καφές και λικέρ, φυσικά. Κάθε πράγμα ερχόταν με τη σειρά του: λαχανικά και φρούτα, όλα φαγώθηκαν με ευσυνειδησία. Κρασιά και λικέρ, όλα καταναλώθηκαν μέχρι την τελευταία γουλιά».
Το αριστουργηματικό μυθιστόρημα «Νανά» (1880) αποτελεί αντιπροσωπευτικό παράδειγμα για τον τρόπο που διαχειρίζεται στο έργο του ο Ζολά τις γαστρονομικές σκηνές του, κατά τη διάρκεια των οποίων αναφέρονται με συνέπεια όλα όσα καταναλώνουν στα γεύματά τους οι χαρακτήρες. Φυσικά, δεν πρόκειται απλώς για μια ιδιαίτερη μεταχείριση του φαγητού, αφού ο Ζολά διατηρεί τον εν λόγω τρόπο αφήγησης σε ολόκληρο το βιβλίο, σε μια προσπάθεια να αποτυπώσει όσο πιο πιστά μπορεί την πραγματικότητα. Ως εκ τούτου, προσφέρει με τον καλύτερο τρόπο στον αναγνώστη μια εις βάθος γνωριμία με την άστατη ανθρώπινη υπόσταση των απλών, καθημερινών χαρακτήρων του, δίνοντας παράλληλα πλήθος πληροφοριών για τη ζωή και τις γευστικές προτιμήσεις τους μέσα από συχνά γεύματα που περιγράφονται με πάρα πολλές λεπτομέρειες, υπηρετώντας έτσι όλες τις πτυχές της νατουραλιστικής πεζογραφίας των τελών του 19ου αιώνα. Τα επιλεγμένα σημεία που παρατίθενται ακολούθως είναι πολύ χαρακτηριστικά για το πώς διαχειρίζεται τη διαδικασία βρώσης στα βιβλία του.
«Πουρές από σπαράγγια κοντές και κονσομέ α λα Ντελινιάκ, μουρμούρισαν οι σερβιτόροι, περιφέροντας τους γεμάτους δίσκους πίσω από τους καλεσμένους. Ο Μπορντενάβ συνιστούσε φωναχτά το κονσομέ, όταν μια φωνή ακούστηκε. […]
Οι υπηρέτες μάζεψαν τα πιάτα της σούπας και άρχισαν να σερβίρουν λουκάνικα, λαγούς με μανιτάρια και νιόκι με παρμεζάνα […]
Είχαν περάσει στα πικάντικα πιάτα, κυπρίνο του Ρήνου α λα Σαμπόρ και ζαρκάδι α λ’ ανγκλαίζ, όταν η Μπλανς είπε δυνατά:
“Λουσύ, χρυσή μου, συνάντησα τον Ολιβιέ σας την Κυριακή… Πόσο έχει μεγαλώσει!”.
[…] Υπήρχε μεγάλη κίνηση γύρω απ’ το τραπέζι. Οι σερβιτόροι πηγαινοέρχονταν βιαστικά. Μετά τα πικάντικα, σειρά είχαν οι εντράδες: πουλάδα α λα μαρεσάλ, φιλέτο γλώσσας σως ραβιγκότ, φουά γκρα. Ο μαιτρ-ντ’ οτέλ που σέρβιρε ως τότε Μερσώ, τώρα έβαζε Σαμπερτέλ και Λεοβίλ.[…] Η Νανά κατένευσε, ικανοποιημένη. Ήταν η παλιά καλή βαριά κουζίνα του επαρχιακού πανδοχείου: βολ-ο-βαν-α λα φινασιερ, κότα με πιλάφι, φασόλια με σάλτσα και κρέμα καραμελέ. Οι γυναίκες καταβρόχθιζαν με βουλιμία την κότα με το πιλάφι ιδίως, ενώ τα κορσάζ τους ήταν έτοιμα να σπάσουν και σκούπιζαν αργά τα χείλια με το χέρι τους».
Είναι σημαντικό να ειπωθεί ότι οι αναφορές των εδεσμάτων είναι ιδιαιτέρως αναλυτικές, οπότε μερικές φορές θα πρέπει κάποιος να είναι καλά μυημένος στη γαλλική κουζίνα για να αντιληφθεί περί τίνος πρόκειται. Δεν είναι τυχαίο ότι οι ελληνικές εκδόσεις του βιβλίου έχουν ορισμένες αξιοσημείωτες διαφοροποιήσεις όσον αφορά τη μετάφραση όσων καταναλώνονται κατά τη διάρκεια της ιστορίας. Από κει και πέρα, ο συγγραφέας περιορίζεται σε μια περισσότερο αναφορική απαρίθμηση όσων τρώνε οι χαρακτήρες και δεν προχωρεί τόσο σε αναλυτική παρουσίαση του κάθε πιάτου ξεχωριστά, ενώ δεν αναλώνεται καθόλου στον τρόπο προετοιμασίας των φαγητών αυτών. Επίσης, αναφέρεται σπάνια στο πώς βιώνουν οι πρωταγωνιστές την κατανάλωση κατά τη διάρκεια της βρώσης και όταν το κάνει, όπως στο σχετικό απόσπασμα που παρατέθηκε, είναι σχεδόν πάντα αρκετά σύντομος, λιτός και περιεκτικός.
Από την πλευρά της, η Βιρτζίνια Γουλφ επιδεικνύει ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την απόλαυση του φαγητού στα μυθιστορήματά της και πολύ περισσότερο «Στο Φάρο», όπου παρακολουθούμε την προετοιμασία και το δείπνο με το περίφημο Boeuf en Daube. Πρόκειται για μια συνταγή με μοσχάρι, λαχανικά και ελιές, που στο βιβλίο περιγράφεται εκτενώς και είναι πλέον πασίγνωστη σε όσους φίλους της λογοτεχνίας αγαπούν το καλό φαγητό. Η συγγραφέας αφιερώνει αρκετό χώρο για τη συγκεκριμένη σκηνή, αναφέροντας ένα-ένα τα υλικά και βάζοντας τον αναγνώστη με αριστοτεχνικό τρόπο μέσα σε ένα κλίμα γαστρονομικής κατάνυξης από την πρώτη κιόλας στιγμή της προετοιμασίας και συνεχίζει έτσι κατά τη διάρκεια του γεύματος, όταν ο Μπανκς εκφράζει τον ενθουσιασμό του γι’ αυτό που μόλις έχει δοκιμάσει, και μέχρι το τέλος του κεφαλαίου.
«Μια εξαίσια μυρωδιά ζωμού πλημμύρισε το δωμάτιο, μόλις η Μάρθα, με μια κάπως εξεζητημένη κίνηση, έβγαλε το σκέπασμα της μεγάλης χύτρας. Η μαγείρισσα είχε ασχοληθεί τρεις μέρες μ’ αυτό το φαγητό. Και πρέπει να περιποιηθεί ιδιαίτερα τον Ουίλλιαμ Μπανκς, σκέφτηκε η κ. Ράμζυ, ψάχνοντας με την κουτάλα, να του σερβίρει ένα ιδιαίτερα τρυφερό κομμάτι. Και κοίταξε στο βάθος της χύτρας, την εσωτερική της επιφάνεια που γυάλιζε, και τη μάζα με τα κομμάτια κρέας, τα δαφνόφυλλα και το κρασί.
[…] ”Είναι εξαίσιο”, είπε ο κ. Μπανκς, ακουμπώντας κάτω το μαχαίρι του για λίγο. Δοκίμασε το φαγητό με πολλή προσοχή. Ήτανε πολύ νόστιμο˙ ήταν τρυφερό. Είχε μαγειρευτεί άψογα. Πώς τα κατάφερνε να μαγειρεύει τέτοια φαγητά δω πάνω, στα πέρατα του πολιτισμένου κόσμου, τη ρώτησε. Ήταν μια θαυμάσια γυναίκα. Όλη του η αγάπη, όλος του ο σεβασμός ξαναγύρισε˙ κι αυτή το ήξερε».
Μέσα από απλά σκηνικά και με όπλο την ιδιάζουσα γραφή της που ξεφεύγει από τους συνήθεις τύπους αφήγησης των κλασικών μυθιστορημάτων και παραπέμπει σε έναν χειμαρρώδη εσωτερικό μονόλογο, η Γουλφ καταφέρνει να ελκύει το ενδιαφέρον για τα φαινομενικά ασήμαντα συμβάντα και να αφήνει στην άκρη τα πιο κρίσιμα που θα απασχολούσαν οποιονδήποτε άλλον. Καθετί απλό και καθημερινό, όπως ένα γεύμα, αποκτά σημασία. Ο ρόλος της βρώσης στο έργο της δεν είναι απλώς διαδικαστικός, αλλά έχει σκοπό και ενίοτε κρύβει μηνύματα που χρήζουν ερμηνείας, συμβάλλοντας καθοριστικά στην ατμόσφαιρα και την εξέλιξη των ιστοριών. Τα γεύματά της, που τοποθετεί στο χώρο με αριστουργηματική τεχνική επιδεξιότητα, δείχνουν πάντα πολύ νόστιμα και φέρνουν τους ανθρώπους κοντά. Κι αυτό μόνο τυχαίο δεν είναι, αφού η συγγραφέας αξιοποιεί το φαγητό για την ενίσχυση των κοινωνικών δεσμών μεταξύ των χαρακτήρων και σε κάποιες περιπτώσεις για την ανάδειξη κοινωνικών ανισοτήτων.
Στον αντίποδα, η Τζέιν Όστιν αποτελεί μια εντελώς διαφορετική περίπτωση με τους συγγραφείς που προηγήθηκαν και αξίζει να αφιερωθούν λίγες γραμμές για να καταστεί εφικτή η απαραίτητη σύγκριση. Το φαγητό αποτελεί γενικά σημαντικό στοιχείο της γραφής της και σχεδόν πάντα, έστω και εμμέσως, έχει κάτι να μας πει για τους χαρακτήρες των ιστοριών της, με τις αναφορές αυτές να συντελούν στην απεικόνισή τους και να μας δίνουν πληροφορίες για τον ρόλο τους στην ιστορία αλλά και την ιστορία καθαυτή. Αλλά παρ’ ότι κάνει λόγο συχνά για τα διάφορα γεύματα που λαμβάνουν χώρα στα μυθιστορήματά της, οι ηρωίδες μοιάζουν να επιδεικνύουν αδιαφορία γι’ αυτά, σε σημείο που τα γεύματα μοιάζουν σχεδόν διαδικαστικά και συχνά αποτελούν απλές αναφορές ανάμεσα στις γραμμές των βιβλίων της. Το απόσπασμα που ακολουθεί από το βιβλίο της «Λογική και Ευαισθησία» είναι χαρακτηριστικό:
«Μόλις ντύθηκε, βγήκε από το δωμάτιο και μέχρι να ‘ρθει η ώρα του πρωινού περπατούσε νευρικά πάνω κάτω σε όλο το σπίτι αποφεύγοντας να συναντήσει τον οποιονδήποτε.
Στο τραπέζι, δεν έφαγε τίποτα, ούτε έκανε καμιά προσπάθεια να φάει, ενώ η Έλινορ έκανε τα πάντα, όχι για να τη φροντίσει τόσο, όσο για να κρατάει μακριά το ενδιαφέρον της κυρίας Τζένιγκς».
Ακόμα και όταν τρώνε οι χαρακτήρες της Όστιν, δεν θα τις δούμε να το απολαμβάνουν μέσα από την αφήγησή της. Η συγγραφέας κάνει οικονομία λόγου και χρησιμοποιεί την αφαίρεση στις εικόνες της, αποφεύγοντας τις περιγραφές είτε μιλάμε για φαγητά και πρόσωπα, είτε για οποιοδήποτε άλλο στοιχείο του φυσικού περιβάλλοντος και της ζωής. Αφήνει έτσι τον αναγνώστη να φτιάξει τη δική του εικόνα για την ιστορία με τη φαντασία του. Είναι σημαντικό να αναφερθεί ότι όσες πληροφορίες αντλεί κανείς για τα γεύματα των χαρακτήρων, δεν πηγάζουν στην πλειοψηφία των περιπτώσεων από τον λόγο της συγγραφέως αλλά από τους διαλόγους των ιδίων.
Όσον αφορά τώρα τον ρόλο που παίζει το φαγητό για τη γραφή του Ντίκενς, στα μυθιστορήματά του συναντάμε πληθώρα τέτοιων σκηνών. Καταρχάς, η τροφή εδώ μας δίνει ορισμένα πολύ χρήσιμα ιστορικά στοιχεία για τη βικτοριανή κοινωνική ιστορία της εποχής εκείνης, καθώς η πείνα και η ανασφάλεια των παιδιών αποτελούν βασικά χαρακτηριστικά που φέρνει στην επιφάνεια με τη γραφή του ο συγγραφέας. Η απεικόνιση του φαγητού από τον Ντίκενς σημαίνει πολύ περισσότερα πράγματα από αυτό που εκ πρώτης όψεως δείχνει, καθώς αντανακλά την εντεινόμενη ταξική διαίρεση και τις εκμεταλλευτικές σχέσεις της αγγλικής κοινωνίας του 19ου αιώνα. Εύλογα, λοιπόν, έχουμε να κάνουμε με πολλές αντιθέσεις και πλήθος μηνυμάτων στα γεύματα που παρουσιάζει. Πάνω απ’ όλα, στόχος του Ντίκενς είναι να περιγράψει την επικρατούσα κατάσταση, και το καταφέρνει με απαράμιλλο ρεαλισμό, όχι μόνο μέσα από εικόνες όσων στερούνται το φαγητό, αλλά και μέσω εκείνων που το κατέχουν σε αφθονία.
Ο Ντίκενς χρησιμοποιεί συνεχώς την τροφή για να παρουσιάσει τις ανατροπές της νέας βιομηχανικής εποχής και να εκφράσει την απογοήτευσή του για το γεγονός ότι στην καπιταλιστική κοινωνία ο πλούτος καθορίζει ποιος έχει τη μεγαλύτερη δύναμη. Ταυτόχρονα, μπορούμε να διακρίνουμε μέσα από την καταναλωτική συμπεριφορά τού εκάστοτε χαρακτήρα τον τύπο ανθρώπου που αντιπροσωπεύει σε αυτή την πλούσια σε αντιθέσεις κοινωνία, καθώς επίσης και τον σκοπό που επιτελεί στην αφήγηση. Το μικρό απόσπασμα που ακολουθεί από το έργο του «Δύσκολα χρόνια» είναι χαρακτηριστικό. Ο Μπαουντερμπάη, ένας καπιταλιστής που ανήλθε κοινωνικά και έγινε πλούσιος εργοστασιάρχης λόγω των ραγδαίων τεχνολογικών αλλαγών, παρουσιάζεται ως ένας ματαιόδοξος άνθρωπος που φτάνει στο σημείο να χαίρεται ακόμα και επειδή μια ξεπεσμένη αριστοκράτισσα μετατράπηκε σε υπηρέτριά του. Στο παρακάτω μικρό απόσπασμα, χρησιμοποιεί σαν όχημα το φαγητό, για να αναφερθεί στο φτωχό παρελθόν που άφησε πίσω του.
«Το βράδυ, βρήκε το τραπέζι στρωμένο για τέσσερις, μα κάθισαν μονάχα τρεις. Για τον κύριο Μπαουντερμπάη ήταν μια κατάλληλη ευκαιρία να μιλήσει για τη γεύση που είχαν τα ψητά χέλια, που κάποτε αγόρασε στους δρόμους, μισή πεντάρα τη μερίδα, όταν ήταν οχτώ χρονών, και για το γλυφό νερό, κατάλληλο μονάχα για κατάβρεγμα, που ήπιε για να κατεβάσει κάτω αυτό το φαγητό. Περιποιήθηκε ακόμα τον επισκέπτη του, την ώρα που έπαιρναν το ψάρι και τη σούπα τους, υπολογίζοντας πως είχε φάει στα νιάτα του τουλάχιστον τρία άλογα σε λουκάνικα και σαλάμια».
Διαπιστώνουμε, λοιπόν, ότι ο ρόλος που αποδίδεται στο φαγητό είναι διαφορετικός για τον εκάστοτε συγγραφέα. Ακόμα και οι αντιθέσεις ανάμεσα στην ύπαρξη και την έλλειψη της τροφής και την αντιπαραβολή ενός πλούσιου και ενός φτωχού, είναι ένας τρόπος που συνεισφέρει στην πλοκή, καθώς αξιοποιείται με σκοπό τη δημιουργία ποικίλων συναισθημάτων και κατ’ επέκταση για την άσκηση κριτικής κοινωνικοοικονομικών φαινομένων ή άλλων καταστάσεων.
Η τροφή παρουσιάζεται με ποικίλους τρόπους, ενώ οι ήρωες τηρούν διαφορετική στάση όταν ενεργούν σε σχέση με αυτήν. Κάποιοι μπορεί να επιδεικνύουν λαιμαργία και να απολαμβάνουν το φαγητό ή, αντίθετα, ίσως να μοιάζουν αδιάφοροι για τα ίδια τα γεύματα και να τα χρησιμοποιούν απλώς ως μέσο συναναστροφής που συντελεί στην πορεία της αφήγησης. Ενδεχομένως πάλι η διαδικασία της βρώσης να περιγράφεται με πολλές λεπτομέρειες ή μπορεί και να αγνοείται απολύτως.
Ολοκληρώνοντας το παρόν αφιέρωμα, αξίζει να αναφερθεί ότι το φαγητό διεκδικεί ολοένα και μεγαλύτερη παρουσία στο χώρο του βιβλίου, πράγμα που έχει οδηγήσει στην ανάδυση της γαστρονομικής λογοτεχνίας, ενός αυτόνομου λογοτεχνικού είδους που κερδίζει σταθερά έδαφος από το 1990 κι έπειτα. Κατά συνέπεια, πρόκειται για ένα πεδίο που έχουμε αρκετά να πούμε και με το οποίο θα ασχοληθούμε πολύ τα επόμενα χρόνια.